-
1 κατεσθίω
κατεσθίω, poet. and later [suff] κατερῡκ-έσθω APl.4.240 (Phil.), Ev.Marc.12.40, Dialex.2.14 ([voice] Pass., 1.5, PMag.Lond.46.279 (iv A.D.)): [tense] fut.Aκατέδομαι Il.22.89
, Od.21.363, Ar.Av. 588: [tense] aor. κατέφαγον (v. καταφαγεῖν): [tense] pf.κατεδήδοκα Id.V. 838
, Pax 386, etc.; part.κατὰ.. ἐδηδώς Il.17.542
:—[voice] Pass., [tense] pf.κατεδήδεσμαι Pl.Phd. 11o
e, Antiph.161.3: [tense] aor.κατηδέσθην Pl.Com.35
:—eat up, devour, in Hom. freq. of animals of prey,λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς Il.17.542
; of a serpent, [νεοσσοὺς] κατήσθιε 2.314
, cf. Od.12.256; of a dolphin,κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Il.21.24
; also of men,οἳ κατὰ βοῦς.. ἤσθιον Od.1.8
; τοὺςγονέας Hdt.3.38
, cf. 8.115, E.Cyc. 341; [τυρὸν] αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κ. Ar.Ra. 560
; κατεδηδόκασι τὰ λάχαν' Alex.15.12: c. gen. partit.,κ. πολλῶν πουλύπων Amips.6
.2 eat up, devour one's substance, τὰ κοινά, τὰ πατρῷα, Ar.Eq. 258, Antiph.239;τὰ ὄντα D.38.27
;πατρῴαν οὐσίαν Anaxipp.1.32
.3 corrode, [ῥεύματα] κ. γνάθους Hp.VM19
; λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Pl.l.c., cf. Dialex.1.5 ([voice] Pass.); of the wind,κ. τὰ ἄνθη Thphr.CP2.7.5
:—[voice] Pass., to be gnawed, ib.5.17.7.5 κ. ἑαυτόν, metaph., of remorse, Lib.Or.29.32, Ep. 256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεσθίω
См. также в других словарях:
κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… … Dictionary of Greek